- γαϊδούρι
- τοο γάιδαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
βασταγούρι — το 1. το γαϊδούρι 2. ο κηλεπίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρι] … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ακαβάλητος — η, ο [καβαλώ] 1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι 2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει «άλογο ακαβάλητο» 3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος … Dictionary of Greek
βασταγό — το (και αβασταγό) το γαϊδούρι … Dictionary of Greek
γαϊδουράκι — και γαδουράκι και γαϊδαράκι, το μικρό γαϊδούρι … Dictionary of Greek
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα … Dictionary of Greek
γαϊδουροκυλίστρα — η μικρός χώρος, όσος αρκεί για να κυλιστεί ένα γαϊδούρι … Dictionary of Greek
γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα … Dictionary of Greek
εννεάμυκλος — ἐννεάμυκλος, ον (Α) [μύκλος] 1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός» … Dictionary of Greek